- δωδεκαπλάσιος
- -α, -οαυτός που είναι δώδεκα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δωδεκαπλάσιος — twelvefold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκαπλάσιος — α, ο (AM δωδεκαπλάσιος, ον) ο δώδεκα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος … Dictionary of Greek
δωδεκαπλάσιον — δωδεκαπλάσιος twelvefold masc/fem acc sg δωδεκαπλάσιος twelvefold neut nom/voc/acc sg δωδεκαπλασίων twelvefold masc/fem voc sg δωδεκαπλασίων twelvefold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκαπλασίων — δωδεκαπλάσιος twelvefold masc/fem/neut gen pl δωδεκαπλασίων twelvefold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δωδεκαπλασίῳ — δωδεκαπλάσιος twelvefold masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-πλάσιος — ΝΜΑ κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό * πλατος + κατάλ. ιος με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. * πλατος ανάγεται στη… … Dictionary of Greek
δωδεκαπλούς — ή, ούν (AM δωδεκαπλοῡς oῡv) 1. δωδεκαπλάσιος 2. αυτός που αποτελείται από δώδεκα όμοια μέρη ή παρουσιάζει δώδεκα όψεις («δωδεκαπλούν άνθος, σύστημα») … Dictionary of Greek